παλαιστρικός

παλαιστρικός
παλαιστρικός, -ή, -όν (Α) [παλαίστρα]
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παλαίστρα
2. παλαιστικός.
επίρρ...
παλαιστρικῶς (Α)
με παλαιστρικό τρόπο, όπως γίνεται στην παλαίστρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλαιστρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικά — παλαιστρικός of neut nom/voc/acc pl παλαιστρικά̱ , παλαιστρικός of fem nom/voc/acc dual παλαιστρικά̱ , παλαιστρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικώτερον — παλαιστρικός of adverbial comp παλαιστρικός of masc acc comp sg παλαιστρικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικῶν — παλαιστρικός of fem gen pl παλαιστρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικόν — παλαιστρικός of masc acc sg παλαιστρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικαί — παλαιστρικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικοῖς — παλαιστρικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικοί — παλαιστρικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικῆς — παλαιστρικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστρικῇ — παλαιστρικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”